-
1 οὐράνιος
οὐράνιος, Sp., wie Luc. Dem. enc. 13 auch 2 Endgn, himmlisch, an, in, von dem Himmel; bes. ϑεοί, die im Himmel wohnen, H. h. Cer. 55; Θέμις, Ἀφροδίτη, Pind. frg. 6. 87 (wie Soph. El. 1053 u. Eur. Hipp. 59); auch οὐράνιαι allein, die Göttinnen, P. 2, 38; ἀστήρ, 3, 75; κίων, 1, 19; auch ὕδατα, Regen, Ol. 10, 2, wie Theophr. auch τὰ οὐράνια allein braucht; Aesch. unterscheidet Ag. 90 ϑεῶν τῶν τ' οὐρανίων τῶν τ' ἀγοραίων; auch οὐρανία γέννα, Prom. 164; οὐράνιος πόλος, 927; ἄστρα, 1051; αἰϑήρ, Soph. O. R. 866 (wie Eur. αἰϑέρα οὐράνιον, Hec. 1100); ἀστραπή, O. C. 1465, wo man des Metrums wegen οὐράνια ändert, was adverbialisch zu fassen, vom Himmel, wie etwa ἵππον οὐράνια βρέμοντα, Eur. Troad. 1159, s. aber unten; φῶς, Soph. Ant. 935, der οὐράνια καὶ χϑονοστιβῆ einander gegenübersetzt, O. R. 301; οὐρανίων μακάρων, Eur. Herc. Fur. 758; ϑεοί, El. 1235; u. in Prosa, οὐρανίη Ἀφροδίτη, Her. 4, 59; Plat. Conv. 181 c; ἄκραν ὑπὸ τὴν οὐρανίαν ἁψῖδα πορεύονται, Phaedr. 247 b; ϑεοί, Legg. VIII, 828 c u. öfter; οὐράνια σημεῖα, Himmels-, Lufterscheinungen, Xen. Cyr. 1, 6, 2; ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον, zum Himmel, Ar. Vesp. 1530. – Auch übertr., gewaltig, groß, den höchslmöglichen Grad einer Sache bezeichnend, ἀμβόασαν οὐράνι' ἄχη, Aesch. Pers. 565; vgl. B-A. 4, 20, ἀνεβόησεν οὐράνιον ὅσον, σημαίνει τὸ ὑπερβεβηκὸς καὶ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ ἧκον; Soph. vrbdt Τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος, Ant. 414, nach den Alten Staubwolke, Andere fassen es in eigentlicher Bdtg, Himmelsleid; aber ἄταν οὐρανίαν φλέγων ist »gewaltig groß« Ai. 194; dah. Ar. Ran. 781. 1131 οὐράνιον ὅσον ἡμάρτηκα, wie ϑαυμαστὸν ὅσον.
См. также в других словарях:
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
ζενίθ — (Αστρον.). Νοητό σημείο του ουρανού το οποίο βρίσκεται στην κατακόρυφο που διέρχεται από τον παρατηρητή και συναντά τον ουράνιο θόλο. Το ακριβώς αντίθετο σημείο της ίδιας κατακόρυφου λέγεται ναδίρ. Το ζ. καθώς και το ναδίρ βρίσκονται στη νοητή… … Dictionary of Greek
κινησίπολος — κινησίπολος, ον (Α) αυτός που κινεί τον ουράνιο θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + πόλος (< πόλος «ουράνιος θόλος»), πρβλ. πυρί πολος, υψί πολος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek